- λογικότης
- λογικότηςrationalityfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογικότητα — λογικότης rationality fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικότητι — λογικότης rationality fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικότητος — λογικότης rationality fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικότητα — η (AM λογικότης) [λογικός] η ιδιότητα τού λογικού, η φρόνηση, η σύνεση, η λογική σκέψη … Dictionary of Greek